εικονολατρικός

εικονολατρικός
-ή, -ό
επίρρ. που ανήκει ή αναφέρεται στην εικονολατρία ή τον εικονολάτρη (βλ. λλ.): Εικονολατρικές αντιλήψεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εικονολατρικός — ή, ό αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε εικονολάτρες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”